Ληναιτης

Ληναιτης
    Ληναΐτης
    Ληνᾱΐτης
    -ου (ῑ) adj. m Arph. = Ληναϊκός См. Ληναικος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Ληναιτης" в других словарях:

  • ληναΐτης — ληναΐτης, ὁ (Α) [Λήναι] ληναϊκός* …   Dictionary of Greek

  • Ληναίτης — Ληνᾱΐτης , Ληναίτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληναίτης — ληνᾱΐτης , Ληναίτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λήναι — Λῆναι και, κατά τον Ησύχ. στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α) οι Βάκχες. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. λῆναι φαίνεται ότι έχει το η αρχικό στη ρίζα του (αφού δεν μαρτυρείται τ. λᾱναι), γεγονός που τόν διαχωρίζει από τον τ. ληνός (δωρ. λᾱνός) «πατητήρι»,… …   Dictionary of Greek

  • Ληναίτην — Ληνᾱΐτην , Ληναίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληναίτην — ληνᾱΐτην , Ληναίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»